Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconoscènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonoʃˈʃɛnte]

1 αγνώμονας
2 αχάριστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconnettere sconoscenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconnessione (θηλ.ουσ)
sconnesso (επίθ.)
sconnessura (θηλ.ουσ)
sconnettere (ρ.αμτβ.)
sconnettere (ρ. μτβ.)
sconoscente (επίθ.)
sconoscenza (θηλ.ουσ)
sconoscere (ρ. μτβ.)
sconosciuto (ουσ αρσ )
sconosciuto (επίθ.)
sconquassamento (ουσ αρσ )
sconquassare (ρ. μτβ.)
sconquassato (επίθ.)
sconquasso (ουσ αρσ )
sconsacrare (ρ. μτβ.)
sconsacrazione (θηλ.ουσ)
sconsideratamente (επίρ.)
sconsideratezza (θηλ.ουσ)
sconsiderato (ουσ αρσ )
sconsiderato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---