Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconnèttere, sconnéttere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skonˈnɛttere], [skonˈnettere]

1 μιλώ ξεκάρφωτα
2 μιλώ ασυνάρτητα
3 παρεκβαίνω

sconnèttere, sconnéttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skonˈnɛttere], [skonˈnettere]

1 διαχωρίζω
2 αποσυνδέω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconnessura sconoscente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scongiuro (ουσ αρσ )
sconnessamente (επίρ.)
sconnessione (θηλ.ουσ)
sconnesso (επίθ.)
sconnessura (θηλ.ουσ)
sconnettere (ρ.αμτβ.)
sconnettere (ρ. μτβ.)
sconoscente (επίθ.)
sconoscenza (θηλ.ουσ)
sconoscere (ρ. μτβ.)
sconosciuto (ουσ αρσ )
sconosciuto (επίθ.)
sconquassamento (ουσ αρσ )
sconquassare (ρ. μτβ.)
sconquassato (επίθ.)
sconquasso (ουσ αρσ )
sconsacrare (ρ. μτβ.)
sconsacrazione (θηλ.ουσ)
sconsideratamente (επίρ.)
sconsideratezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---