Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsconnèttere, sconnéttere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skonˈnɛttere], [skonˈnettere] 1 μιλώ ξεκάρφωτα 2 μιλώ ασυνάρτητα 3 παρεκβαίνω sconnèttere, sconnéttere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skonˈnɛttere], [skonˈnettere] 1 διαχωρίζω 2 αποσυνδέω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |