Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsconnessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skonnesˈsjone] 1 δυσαρμονία 2 ασυνέχεια 3 διακοπή συνέχειας 4 ανακολουθία 5 αντιφατικότητα 6 ασυναρτησία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |