ItalianoGreco


sconquàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skonˈkwasso]

1 αφανισμός
2 καταστροφή
3 αταξία
4 σύγχυση
5 ακαταστασία
6 σπάσιμο
7 θρυμμάτισμα
8 θρυψάλιασμα
9 θρυμματισμός
10 κομμάτιασμα
11 θρυμμάτιση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---