Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconsolànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonsoˈlante]

1 μελαγχολικός
2 ζοφερός
3 καταθλιπτικός
4 αποθαρρυντικός
5 θλιβερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconsigliatezza sconsolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconsiderato (ουσ αρσ )
sconsiderato (επίθ.)
sconsigliabile (επίθ.)
sconsigliare (ρ. μτβ.)
sconsigliatezza (θηλ.ουσ)
sconsolante (επίθ.)
sconsolare (ρ. μτβ.)
sconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconsolatamente (επίρ.)
sconsolatezza (θηλ.ουσ)
sconsolato (επίθ.)
scontabile (επίθ.)
scontante (ουσ αρσ και θηλ.)
scontante (επίθ.)
scontare (ρ. μτβ.)
scontatario (ουσ αρσ )
scontato (επίθ.)
scontentare (ρ. μτβ.)
scontentezza (θηλ.ουσ)
scontento (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---