Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scontatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skontaˈtarjo]

προσφέρων για προεξόφληση (με έκπτωση)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scontare scontato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconsolato (επίθ.)
scontabile (επίθ.)
scontante (ουσ αρσ και θηλ.)
scontante (επίθ.)
scontare (ρ. μτβ.)
scontatario (ουσ αρσ )
scontato (επίθ.)
scontentare (ρ. μτβ.)
scontentezza (θηλ.ουσ)
scontento (επίθ.)
scontista (ουσ αρσ και θηλ.)
sconto (ουσ αρσ )
scontornare (ρ. μτβ.)
scontrare (ρ. μτβ.)
scontrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scontrino (ουσ αρσ )
scontro (ουσ αρσ )
scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---