Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscontàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skonˈtato] 1 (previsto) δεδομέμος (-η, -ο) 2 (ribassato) με έκπτωση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdare per scontato = το δένω κόμπο, προεξοφλώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |