Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconvenévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonveˈnevole]

1 άγουστος
2 ακαλαίσθητος
3 αφιλόκαλος
4 κακόγουστος
5 απρεπής
6 αταίριαστος
7 άκοσμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scontroso sconvenevolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scontrino (ουσ αρσ )
scontro (ουσ αρσ )
scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)
sconvenevole (επίθ.)
sconvenevolezza (θηλ.ουσ)
sconveniente (επίθ.)
sconvenientemente (επίρ.)
sconvenienza (θηλ.ουσ)
sconvenire (ρ.αμτβ.)
sconvenirsi (ρ.μ. (αντων.))
sconvolgente (επίθ.)
sconvolgere (ρ. μτβ.)
sconvolgimento (ουσ αρσ )
sconvolto (επίθ.)
scoordinazione (θηλ.ουσ)
scooter (ουσ αρσ )
scopa (θηλ.ουσ)
scopamare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---