Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconveniènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonveˈnjɛnte]

1 δυσπρόσιτος
2 ενοχλητικός
3 ακαλαίσθητος
4 αφιλόκαλος
5 άκαιρος
6 αντίξοος
7 αρνητικός
8 ανεπίκαιρος
9 μειονεκτικός
10 ανάρμοστος
11 αλυσιτελής
12 απρόσφορος
13 ακατάλληλος
14 αταίριαστος
15 κακόγουστος
16 άγουστος
17 μη ενδεδειγμένος
18 άκοσμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconvenevolezza sconvenientemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)
sconvenevole (επίθ.)
sconvenevolezza (θηλ.ουσ)
sconveniente (επίθ.)
sconvenientemente (επίρ.)
sconvenienza (θηλ.ουσ)
sconvenire (ρ.αμτβ.)
sconvenirsi (ρ.μ. (αντων.))
sconvolgente (επίθ.)
sconvolgere (ρ. μτβ.)
sconvolgimento (ουσ αρσ )
sconvolto (επίθ.)
scoordinazione (θηλ.ουσ)
scooter (ουσ αρσ )
scopa (θηλ.ουσ)
scopamare (ουσ αρσ )
scopare (ρ. μτβ.)
scopata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---