ItalianoGreco


sconveniènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skonveˈnjɛntsa]

1 λαθεμένη επιλογή χρόνου
2 κακoγουστιά
3 μειονέκτημα
4 κακή συμπεριφορά
5 ακαλαισθησία
6 ακαταλληλότητα
7 χυδαιότητα
8 αφιλοκαλία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---