Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scontróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonˈtroso], [skonˈtrozo]

1 εύθικτος
2 ακράχολος
3 μελαγχολικός
4 ακοινώνητος
5 αψίχολος
6 θυμώδης
7 ευέξαπτος
8 αψίθυμος
9 κατσούφης
10 ευερέθιστος
11 οξύθυμος
12 δύστροπος
13 κακόκεφος
14 βλοσυρός
15 κακόθυμος
16 τσαντίλας
17 κακοδιάθετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scontrosità sconvenevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scontrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scontrino (ουσ αρσ )
scontro (ουσ αρσ )
scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)
sconvenevole (επίθ.)
sconvenevolezza (θηλ.ουσ)
sconveniente (επίθ.)
sconvenientemente (επίρ.)
sconvenienza (θηλ.ουσ)
sconvenire (ρ.αμτβ.)
sconvenirsi (ρ.μ. (αντων.))
sconvolgente (επίθ.)
sconvolgere (ρ. μτβ.)
sconvolgimento (ουσ αρσ )
sconvolto (επίθ.)
scoordinazione (θηλ.ουσ)
scooter (ουσ αρσ )
scopa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---