Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scóntro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskontro]

η σύγκρουση, το τράκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scontrino scontrosaggine  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scontro [αρσ.] a fuoco = η ανταλλαγή πυρών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconto (ουσ αρσ )
scontornare (ρ. μτβ.)
scontrare (ρ. μτβ.)
scontrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scontrino (ουσ αρσ )
scontro (ουσ αρσ )
scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)
sconvenevole (επίθ.)
sconvenevolezza (θηλ.ουσ)
sconveniente (επίθ.)
sconvenientemente (επίρ.)
sconvenienza (θηλ.ουσ)
sconvenire (ρ.αμτβ.)
sconvenirsi (ρ.μ. (αντων.))
sconvolgente (επίθ.)
sconvolgere (ρ. μτβ.)
sconvolgimento (ουσ αρσ )
sconvolto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---