ItalianoGreco


scóntro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskontro]

η σύγκρουση, το τράκο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scontro [αρσ.] a fuoco = η ανταλλαγή πυρών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---