Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscónto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskonto] το σκόντο, η έκπτωση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbuono [αρσ.] sconto = το εκπτωτικό κουπόνι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |