Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scontentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skontenˈtare]

1 απογοητεύω
2 ενοχλώ
3 αποκαρδιώνω
4 αποθαρρύνω
5 λυπώ
6 προκαλώ απαρέσκεια
7 δυσαρεστώ
8 πικραίνω
9 προκαλώ λύπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scontato scontentezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scontante (ουσ αρσ και θηλ.)
scontante (επίθ.)
scontare (ρ. μτβ.)
scontatario (ουσ αρσ )
scontato (επίθ.)
scontentare (ρ. μτβ.)
scontentezza (θηλ.ουσ)
scontento (επίθ.)
scontista (ουσ αρσ και θηλ.)
sconto (ουσ αρσ )
scontornare (ρ. μτβ.)
scontrare (ρ. μτβ.)
scontrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scontrino (ουσ αρσ )
scontro (ουσ αρσ )
scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)
sconvenevole (επίθ.)
sconvenevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---