ItalianoGreco


scontentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skontenˈtare]

1 απογοητεύω
2 ενοχλώ
3 αποκαρδιώνω
4 αποθαρρύνω
5 λυπώ
6 προκαλώ απαρέσκεια
7 δυσαρεστώ
8 πικραίνω
9 προκαλώ λύπη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---