Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scontrosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skontrosiˈta]

1 ευθιξία
2 σκυθρωπιά
3 πράξη δυστροπίας
4 οξυθυμία
5 δυστροπία
6 αψιθυμία
7 κακοθυμία
8 δυσθυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scontrosaggine scontroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scontrare (ρ. μτβ.)
scontrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scontrino (ουσ αρσ )
scontro (ουσ αρσ )
scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)
sconvenevole (επίθ.)
sconvenevolezza (θηλ.ουσ)
sconveniente (επίθ.)
sconvenientemente (επίρ.)
sconvenienza (θηλ.ουσ)
sconvenire (ρ.αμτβ.)
sconvenirsi (ρ.μ. (αντων.))
sconvolgente (επίθ.)
sconvolgere (ρ. μτβ.)
sconvolgimento (ουσ αρσ )
sconvolto (επίθ.)
scoordinazione (θηλ.ουσ)
scooter (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---