Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scontentézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skontenˈtettsa]

1 όχληση
2 απογοήτευση
3 ενόχληση
4 δυσαρέσκεια
5 δυσαρέστηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scontentare scontento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scontante (επίθ.)
scontare (ρ. μτβ.)
scontatario (ουσ αρσ )
scontato (επίθ.)
scontentare (ρ. μτβ.)
scontentezza (θηλ.ουσ)
scontento (επίθ.)
scontista (ουσ αρσ και θηλ.)
sconto (ουσ αρσ )
scontornare (ρ. μτβ.)
scontrare (ρ. μτβ.)
scontrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scontrino (ουσ αρσ )
scontro (ουσ αρσ )
scontrosaggine (θηλ.ουσ)
scontrosità (θηλ.ουσ)
scontroso (επίθ.)
sconvenevole (επίθ.)
sconvenevolezza (θηλ.ουσ)
sconveniente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---