Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscontentézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skontenˈtettsa] 1 όχληση 2 απογοήτευση 3 ενόχληση 4 δυσαρέσκεια 5 δυσαρέστηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |