ItalianoGreco


sconsolatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skonsolaˈtettsa]

1 βαθιά μελαγχολία
2 ζόφος
3 κατάθλιψη
4 έρεβος
5 θλίψη
6 εγκατάλειψη
7 ζοφερότητα
8 ερήμωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---