Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconsolatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skonsolaˈtettsa]

1 βαθιά μελαγχολία
2 ζόφος
3 κατάθλιψη
4 έρεβος
5 θλίψη
6 εγκατάλειψη
7 ζοφερότητα
8 ερήμωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconsolatamente sconsolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconsigliatezza (θηλ.ουσ)
sconsolante (επίθ.)
sconsolare (ρ. μτβ.)
sconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconsolatamente (επίρ.)
sconsolatezza (θηλ.ουσ)
sconsolato (επίθ.)
scontabile (επίθ.)
scontante (ουσ αρσ και θηλ.)
scontante (επίθ.)
scontare (ρ. μτβ.)
scontatario (ουσ αρσ )
scontato (επίθ.)
scontentare (ρ. μτβ.)
scontentezza (θηλ.ουσ)
scontento (επίθ.)
scontista (ουσ αρσ και θηλ.)
sconto (ουσ αρσ )
scontornare (ρ. μτβ.)
scontrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---