Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsconsolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skonsoˈlare] 1 θλίβω 2 λυπώ 3 απελπίζω 4 αποθαρρύνω 5 αποκαρδιώνω sconsolarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skonsoˈlarsi] 1 αποθαρρύνομαι 2 αποκαρδιώνομαι 3 απελπίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |