Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconsigliàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skonsiʎˈʎabile]

μη επιδεχόμενος συμβουλές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconsiderato sconsigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconsacrazione (θηλ.ουσ)
sconsideratamente (επίρ.)
sconsideratezza (θηλ.ουσ)
sconsiderato (ουσ αρσ )
sconsiderato (επίθ.)
sconsigliabile (επίθ.)
sconsigliare (ρ. μτβ.)
sconsigliatezza (θηλ.ουσ)
sconsolante (επίθ.)
sconsolare (ρ. μτβ.)
sconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconsolatamente (επίρ.)
sconsolatezza (θηλ.ουσ)
sconsolato (επίθ.)
scontabile (επίθ.)
scontante (ουσ αρσ και θηλ.)
scontante (επίθ.)
scontare (ρ. μτβ.)
scontatario (ουσ αρσ )
scontato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---