Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconsideratézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skonsideraˈtettsa]

1 απρονοησία
2 έλλειψη επαγρύπνησης
3 κακοκεφαλιά
4 απερισκεψία
5 αποκοτιά
6 ρίσκο
7 αψηφισιά
8 ασύνετη πράξη
9 αβλεψία
10 απροσεξία
11 αδιαφορία
12 αδιακρισία
13 έλλειψη φροντίδας
14 επιπολαιότητα
15 αστοχασιά
16 ασυλλογισιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconsideratamente sconsiderato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconquassato (επίθ.)
sconquasso (ουσ αρσ )
sconsacrare (ρ. μτβ.)
sconsacrazione (θηλ.ουσ)
sconsideratamente (επίρ.)
sconsideratezza (θηλ.ουσ)
sconsiderato (ουσ αρσ )
sconsiderato (επίθ.)
sconsigliabile (επίθ.)
sconsigliare (ρ. μτβ.)
sconsigliatezza (θηλ.ουσ)
sconsolante (επίθ.)
sconsolare (ρ. μτβ.)
sconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconsolatamente (επίρ.)
sconsolatezza (θηλ.ουσ)
sconsolato (επίθ.)
scontabile (επίθ.)
scontante (ουσ αρσ και θηλ.)
scontante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---