Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconsiderataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [skonsiderataˈmente]

1 αφηρημένα
2 απρόσεκτα
3 στα κουτουρού
4 βιαστικά
5 αδιάφορα
6 αδιάκριτα
7 απαθώς
8 αμελώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconsacrazione sconsideratezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconquassare (ρ. μτβ.)
sconquassato (επίθ.)
sconquasso (ουσ αρσ )
sconsacrare (ρ. μτβ.)
sconsacrazione (θηλ.ουσ)
sconsideratamente (επίρ.)
sconsideratezza (θηλ.ουσ)
sconsiderato (ουσ αρσ )
sconsiderato (επίθ.)
sconsigliabile (επίθ.)
sconsigliare (ρ. μτβ.)
sconsigliatezza (θηλ.ουσ)
sconsolante (επίθ.)
sconsolare (ρ. μτβ.)
sconsolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconsolatamente (επίρ.)
sconsolatezza (θηλ.ουσ)
sconsolato (επίθ.)
scontabile (επίθ.)
scontante (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---