Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scongelaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skonʤelaˈmento]

1 ξεπάγωμα
2 απόψυξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconforto scongelare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconfortante (επίθ.)
sconfortare (ρ. μτβ.)
sconfortarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconfortato (επίθ.)
sconforto (ουσ αρσ )
scongelamento (ουσ αρσ )
scongelare (ρ. μτβ.)
scongiurare (ρ. μτβ.)
scongiuro (ουσ αρσ )
sconnessamente (επίρ.)
sconnessione (θηλ.ουσ)
sconnesso (επίθ.)
sconnessura (θηλ.ουσ)
sconnettere (ρ.αμτβ.)
sconnettere (ρ. μτβ.)
sconoscente (επίθ.)
sconoscenza (θηλ.ουσ)
sconoscere (ρ. μτβ.)
sconosciuto (ουσ αρσ )
sconosciuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---