Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsconfortàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skonforˈtare] 1 απελπίζω 2 δυσαρεστώ 3 πτοώ 4 αποθαρρύνω 5 αποκαρδιώνω 6 αποτρέπω sconfortarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skonforˈtarsi] 1 απελπίζομαι 2 δυσαρεστούμαι 3 αποθαρρύνομαι 4 αποκαρδιώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |