Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsconfìtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skonˈfitto] νικημένος άνθρωπος sconfìtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skonˈfitto] 1 χαμένος 2 κατατροπωμένος 3 νικημένος 4 ηττημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |