Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconficcaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skonfikkaˈmento]

1 αφαίρεση
2 απόσπαση
3 εξαγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconfessione sconficcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconfacente (επίθ.)
sconfessare (ρ. μτβ.)
sconfessionalizzare (ρ. μτβ.)
sconfessionalizzazione (θηλ.ουσ)
sconfessione (θηλ.ουσ)
sconficcamento (ουσ αρσ )
sconficcare (ρ. μτβ.)
sconfiggere (ρ. μτβ.)
sconfinamento (ουσ αρσ )
sconfinare (ρ.αμτβ.)
sconfinatamente (επίρ.)
sconfinatezza (θηλ.ουσ)
sconfinato (επίθ.)
sconfitta (θηλ.ουσ)
sconfitto (ουσ αρσ )
sconfitto (επίθ.)
sconfortante (επίθ.)
sconfortare (ρ. μτβ.)
sconfortarsi (ρ.μ. (αντων.))
sconfortato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---