Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconfessàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skonfesˈsare]

1 αποκηρύσσω
2 απαρνιέμαι
3 αλλαξοπιστώ
4 απαρνούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconfacente sconfessionalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconcordante (επίθ.)
sconcordanza (θηλ.ουσ)
sconcorde (επίθ.)
scondito (επίθ.)
sconfacente (επίθ.)
sconfessare (ρ. μτβ.)
sconfessionalizzare (ρ. μτβ.)
sconfessionalizzazione (θηλ.ουσ)
sconfessione (θηλ.ουσ)
sconficcamento (ουσ αρσ )
sconficcare (ρ. μτβ.)
sconfiggere (ρ. μτβ.)
sconfinamento (ουσ αρσ )
sconfinare (ρ.αμτβ.)
sconfinatamente (επίρ.)
sconfinatezza (θηλ.ουσ)
sconfinato (επίθ.)
sconfitta (θηλ.ουσ)
sconfitto (ουσ αρσ )
sconfitto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---