ItalianoGreco


sconfessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skonfesˈsjone]

1 απόσυρση
2 ανάκληση
3 αποδοκιμασία
4 άρνηση
5 αναίρεση
6 αλλαξοπιστία
7 παλινωδία
8 αποκήρυξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---