sconcertàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skonʧerˈtato]
1 συγχυσμένος
2 στενοχωρημένος
3 ανταριασμένος
4 ομιχλώδης
5 καταχνιασμένος
6 ενοχλημένος
7 ανάστατος
8 αναστατωμένος
9 ανήσυχος
10 ταραγμένος
11 συγχυσμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skonʧerˈtato]
1 συγχυσμένος
2 στενοχωρημένος
3 ανταριασμένος
4 ομιχλώδης
5 καταχνιασμένος
6 ενοχλημένος
7 ανάστατος
8 αναστατωμένος
9 ανήσυχος
10 ταραγμένος
11 συγχυσμένος
permalink
sconcertato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android