Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sconcézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skonˈʧettsa]

1 μιαρότητα
2 βρομερότητα
3 αχρειότητα
4 χυδαιολογία
5 αθυροστομία
6 χυδαιότητα
7 αχρειολογία
8 γαὶδουριά
9 απρέπεια
10 ακοσμία
11 αισχρότητα
12 αισχρολογία
13 κορδακισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sconcerto sconciamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sconcatenato (επίθ.)
sconcertante (επίθ.)
sconcertare (ρ. μτβ.)
sconcertato (επίθ.)
sconcerto (ουσ αρσ )
sconcezza (θηλ.ουσ)
sconciamente (επίρ.)
sconciare (ρ. μτβ.)
sconcio (ουσ αρσ )
sconcio (επίθ.)
sconclusionatamente (επίρ.)
sconclusionatezza (θηλ.ουσ)
sconclusionato (αρσ. επίθ και ουσ)
sconcordante (επίθ.)
sconcordanza (θηλ.ουσ)
sconcorde (επίθ.)
scondito (επίθ.)
sconfacente (επίθ.)
sconfessare (ρ. μτβ.)
sconfessionalizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---