Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scomunicàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skomuniˈkato]

αφορισμένος άνθρωπος

scomunicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skomuniˈkato]

1 καταδικασμένος
2 θεοκατάρατος
3 κολασμένος
4 κατάρατος
5 επάρατος
6 καταραμένος
7 αφορισμένος
8 επικατάρατος
9 αναθεματισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scomunicare sconcatenare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scomputabile (επίθ.)
scomputare (ρ. μτβ.)
scomputo (ουσ αρσ )
scomunica (θηλ.ουσ)
scomunicare (ρ. μτβ.)
scomunicato (ουσ αρσ )
scomunicato (επίθ.)
sconcatenare (ρ. μτβ.)
sconcatenato (επίθ.)
sconcertante (επίθ.)
sconcertare (ρ. μτβ.)
sconcertato (επίθ.)
sconcerto (ουσ αρσ )
sconcezza (θηλ.ουσ)
sconciamente (επίρ.)
sconciare (ρ. μτβ.)
sconcio (ουσ αρσ )
sconcio (επίθ.)
sconclusionatamente (επίρ.)
sconclusionatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---