Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scomposizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skompozitˈtsjone]

1 διαχωρισμός
2 διάσπαση
3 αναλυτική ικανότητα
4 ανάλυση
5 αποσύνθεση
6 ανάλυση (στα συνθετικά του)
7 διάλυση
8 αποσύνθεση (χημικής ένωσης)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scompositore scompostezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scomponibile (επίθ.)
scomponibilità (θηλ.ουσ)
scomporre (ρ. μτβ.)
scomporsi (ρ.μ. (αντων.))
scompositore (αρσ. επίθ και ουσ)
scomposizione (θηλ.ουσ)
scompostezza (θηλ.ουσ)
scomposto (επίθ.)
scomputabile (επίθ.)
scomputare (ρ. μτβ.)
scomputo (ουσ αρσ )
scomunica (θηλ.ουσ)
scomunicare (ρ. μτβ.)
scomunicato (ουσ αρσ )
scomunicato (επίθ.)
sconcatenare (ρ. μτβ.)
sconcatenato (επίθ.)
sconcertante (επίθ.)
sconcertare (ρ. μτβ.)
sconcertato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---