Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscomposizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skompozitˈtsjone] 1 διαχωρισμός 2 διάσπαση 3 αναλυτική ικανότητα 4 ανάλυση 5 αποσύνθεση 6 ανάλυση (στα συνθετικά του) 7 διάλυση 8 αποσύνθεση (χημικής ένωσης) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |