ItalianoGreco


scompostézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skomposˈtettsa]

1 γαὶδουριά
2 απρέπεια
3 ασχημοσύνη
4 κορδακισμός
5 κακογουστιά
6 σύγχυση
7 ανησυχία
8 ταραχή
9 τάραγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---