Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scomplèto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skomˈplɛto]

1 ημιτελής
2 ελλιπής
3 ατελής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scompiglio scomponibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scompiacenza (θηλ.ουσ)
scompiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scompigliamento (ουσ αρσ )
scompigliare (ρ. μτβ.)
scompiglio (ουσ αρσ )
scompleto (επίθ.)
scomponibile (επίθ.)
scomponibilità (θηλ.ουσ)
scomporre (ρ. μτβ.)
scomporsi (ρ.μ. (αντων.))
scompositore (αρσ. επίθ και ουσ)
scomposizione (θηλ.ουσ)
scompostezza (θηλ.ουσ)
scomposto (επίθ.)
scomputabile (επίθ.)
scomputare (ρ. μτβ.)
scomputo (ουσ αρσ )
scomunica (θηλ.ουσ)
scomunicare (ρ. μτβ.)
scomunicato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---