Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scompigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skompiʎˈʎare]

1 αναποδογυρίζω
2 μπερδεύω
3 συγχύζω
4 ανακατώνω
5 ξεχαρβαλώνω
6 αναστατώνω
7 αποδιοργανώνω
8 ρίχνω στην αταξία
9 δημιουργώ ακαταστασία
10 σαστίζω
11 αναταράζω
12 μπλέκω τα μαλλιά
13 φέρνω τα επάνω κάτω
14 ξεχτενίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scompigliamento scompiglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scompenso (ουσ αρσ )
scompiacente (επίθ.)
scompiacenza (θηλ.ουσ)
scompiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scompigliamento (ουσ αρσ )
scompigliare (ρ. μτβ.)
scompiglio (ουσ αρσ )
scompleto (επίθ.)
scomponibile (επίθ.)
scomponibilità (θηλ.ουσ)
scomporre (ρ. μτβ.)
scomporsi (ρ.μ. (αντων.))
scompositore (αρσ. επίθ και ουσ)
scomposizione (θηλ.ουσ)
scompostezza (θηλ.ουσ)
scomposto (επίθ.)
scomputabile (επίθ.)
scomputare (ρ. μτβ.)
scomputo (ουσ αρσ )
scomunica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---