Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scompènso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skomˈpɛnso]

1 ανισορροπία
2 αδυναμία καρδιάς να κυκλοφορήσει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scompensare scompiacente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scomparso (αρσ. επίθ και ουσ)
scompartimento (ουσ αρσ )
scompartire (ρ. μτβ.)
scomparto (ουσ αρσ )
scompensare (ρ. μτβ.)
scompenso (ουσ αρσ )
scompiacente (επίθ.)
scompiacenza (θηλ.ουσ)
scompiacere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scompigliamento (ουσ αρσ )
scompigliare (ρ. μτβ.)
scompiglio (ουσ αρσ )
scompleto (επίθ.)
scomponibile (επίθ.)
scomponibilità (θηλ.ουσ)
scomporre (ρ. μτβ.)
scomporsi (ρ.μ. (αντων.))
scompositore (αρσ. επίθ και ουσ)
scomposizione (θηλ.ουσ)
scompostezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---