ItalianoGreco


scompartiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skompartiˈmento]

το διαμέρισμα τρένου


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scompartimento [αρσ.] = το διαμέρισμα τρένου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---