Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscompagnàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skompaɲˈɲare] 1 τελειώνω ερωτικό δεσμό 2 χωρίζω ζευγάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |