Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scomodàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [skomoˈdare]

γίνομαι βάρος

scomodàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skomoˈdare]

1 επιβαρύνω
2 ενοχλώ
3 φορτώνω

scomodarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skomoˈdarsi]

1 χάνω τη βολή μου
2 ξεβολεύομαι
3 ενοχλούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scomodamente scomodità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scommessa (θηλ.ουσ)
scommettere (ρ. μτβ.)
scommettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
scommettitura (θηλ.ουσ)
scomodamente (επίρ.)
scomodare (ρ.αμτβ.)
scomodare (ρ. μτβ.)
scomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
scomodità (θηλ.ουσ)
scomodo (επίθ.)
scompaginamento (ουσ αρσ )
scompaginare (ρ. μτβ.)
scompaginatura (θηλ.ουσ)
scompaginazione (θηλ.ουσ)
scompagnamento (ουσ αρσ )
scompagnare (ρ. μτβ.)
scompagnato (επίθ.)
scompagno (επίθ.)
scomparire (ρ.αμτβ.)
scomparsa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---