Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscomodità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skomodiˈta] 1 ενόχληση 2 μπελάς 3 ταλαιπωρία 4 στενοχώρια 5 φασαρία 6 φόρτωμα 7 τάραγμα 8 δυσφορία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |