Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scommettitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skommettiˈtore]

παίκτης που στοιχηματίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scommettere scommettitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scombussolare (ρ. μτβ.)
scombussolato (επίθ.)
scombussolio (ουσ αρσ )
scommessa (θηλ.ουσ)
scommettere (ρ. μτβ.)
scommettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
scommettitura (θηλ.ουσ)
scomodamente (επίρ.)
scomodare (ρ.αμτβ.)
scomodare (ρ. μτβ.)
scomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
scomodità (θηλ.ουσ)
scomodo (επίθ.)
scompaginamento (ουσ αρσ )
scompaginare (ρ. μτβ.)
scompaginatura (θηλ.ουσ)
scompaginazione (θηλ.ουσ)
scompagnamento (ουσ αρσ )
scompagnare (ρ. μτβ.)
scompagnato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---