Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scombussolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skombussoˈlare]

1 συσκοτίζω
2 αναταράζω
3 αναστατώνω
4 ζαβλακώνω
5 μπερδεύω
6 διαταράσσω
7 συγχύζω
8 ενοχλώ
9 σαστίζω
10 επισκοτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scombussolamento scombussolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scombinare (ρ. μτβ.)
scombinato (ουσ αρσ )
scombinato (επίθ.)
scombro (ουσ αρσ )
scombussolamento (ουσ αρσ )
scombussolare (ρ. μτβ.)
scombussolato (επίθ.)
scombussolio (ουσ αρσ )
scommessa (θηλ.ουσ)
scommettere (ρ. μτβ.)
scommettitore (αρσ. επίθ και ουσ)
scommettitura (θηλ.ουσ)
scomodamente (επίρ.)
scomodare (ρ.αμτβ.)
scomodare (ρ. μτβ.)
scomodarsi (ρ.μ. (αντων.))
scomodità (θηλ.ουσ)
scomodo (επίθ.)
scompaginamento (ουσ αρσ )
scompaginare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---