Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scolpàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skolˈpare]

1 απαλλάσσω
2 απολυτρώνω
3 δικαιώνω
4 αθωώνω

scolparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skolˈparsi]

1 δικαιώνομαι
2 απαλλάσσομαι
3 αθωώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scolorito scolpire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scolorimento (ουσ αρσ )
scolorina (θηλ.ουσ)
scolorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
scolorito (επίθ.)
scolpare (ρ. μτβ.)
scolparsi (ρ.μ. (αντων.))
scolpire (ρ. μτβ.)
scolpitezza (θηλ.ουσ)
scolpito (επίθ.)
scolpitura (θηλ.ουσ)
scolta (θηλ.ουσ)
scombaciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scombaciato (επίθ.)
scombinare (ρ. μτβ.)
scombinato (ουσ αρσ )
scombinato (επίθ.)
scombro (ουσ αρσ )
scombussolamento (ουσ αρσ )
scombussolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---