Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scolorìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skoloˈrina]

διάλυμα που βγάζει το μελάνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scolorimento scolorire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scolmatore (ουσ αρσ )
scolo (ουσ αρσ )
scolopendra (θηλ.ουσ)
scoloramento (ουσ αρσ )
scolorimento (ουσ αρσ )
scolorina (θηλ.ουσ)
scolorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
scolorito (επίθ.)
scolpare (ρ. μτβ.)
scolparsi (ρ.μ. (αντων.))
scolpire (ρ. μτβ.)
scolpitezza (θηλ.ουσ)
scolpito (επίθ.)
scolpitura (θηλ.ουσ)
scolta (θηλ.ουσ)
scombaciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scombaciato (επίθ.)
scombinare (ρ. μτβ.)
scombinato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---