Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoloraménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skoloraˈmento] 1 ξέβαμμα 2 αποχρωματισμός 3 ξεθώριασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |