Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoloraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoloraˈmento]

1 ξέβαμμα
2 αποχρωματισμός
3 ξεθώριασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scolopendra scolorimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scollettatura (θηλ.ουσ)
scollo (ουσ αρσ )
scolmatore (ουσ αρσ )
scolo (ουσ αρσ )
scolopendra (θηλ.ουσ)
scoloramento (ουσ αρσ )
scolorimento (ουσ αρσ )
scolorina (θηλ.ουσ)
scolorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scolorirsi (ρ.μ. (αντων.))
scolorito (επίθ.)
scolpare (ρ. μτβ.)
scolparsi (ρ.μ. (αντων.))
scolpire (ρ. μτβ.)
scolpitezza (θηλ.ουσ)
scolpito (επίθ.)
scolpitura (θηλ.ουσ)
scolta (θηλ.ουσ)
scombaciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scombaciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---