scolpìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skolˈpito]
1 σμιλευτός
2 τορευτός
3 εγχάρακτος
4 σκαλιστός
5 γλυπτός
6 λαξεμένος
7 σκαλισμένος
8 ξεκάθαρος
9 σαφής
10 ακριβής
11 αδρά περιγραφόμενος
12 εντυπωμένος
13 αποτυπωμένος
14 ρητός
15 τονισμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skolˈpito]
1 σμιλευτός
2 τορευτός
3 εγχάρακτος
4 σκαλιστός
5 γλυπτός
6 λαξεμένος
7 σκαλισμένος
8 ξεκάθαρος
9 σαφής
10 ακριβής
11 αδρά περιγραφόμενος
12 εντυπωμένος
13 αποτυπωμένος
14 ρητός
15 τονισμένος
permalink
scolpito (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android