Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscolorìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skoloˈrire] 1 χλομιάζω 2 ξεβάφω 3 ξεθωριάζω 4 πανιάζω 5 ξασπρίζω scolorirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skoloˈrirsi] 1 ξεθωριάζω 2 χλομιάζω 3 ξεβάφω 4 ξασπρίζω 5 πανιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |