Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scollacciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skollatˈʧato]

1 ακόλαστος
2 έκφυλος
3 με γυμνό λαιμό
4 με μεγάλο ντεκολτέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scollacciarsi scollacciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scoliaste (ουσ αρσ )
scolio (ουσ αρσ )
scoliosi (θηλ.ουσ)
scoliotico (αρσ. επίθ και ουσ)
scollacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scollacciato (επίθ.)
scollacciatura (θηλ.ουσ)
scollamento (ουσ αρσ )
scollare (ρ. μτβ.)
scollarsi (ρ.μ. (αντων.))
scollato (επίθ.)
scollatura (θηλ.ουσ)
scollegare (ρ. μτβ.)
scollettatrice (θηλ.ουσ)
scollettatura (θηλ.ουσ)
scollo (ουσ αρσ )
scolmatore (ουσ αρσ )
scolo (ουσ αρσ )
scolopendra (θηλ.ουσ)
scoloramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---