Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscollacciàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skollatˈʧato] 1 ακόλαστος 2 έκφυλος 3 με γυμνό λαιμό 4 με μεγάλο ντεκολτέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |