ItalianoGreco


scòlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔljo]

1 στράγγισμα
2 στέγνωμα
3 σούρωμα
4 υπόμνημα
5 κρίση γεγονότων ή πράξεων
6 σημείωμα επεξηγηματικό
7 σύντομη ερμηνεία λέξεων ή φράσεων
8 σχόλιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---