Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔljo]

1 στράγγισμα
2 στέγνωμα
3 σούρωμα
4 υπόμνημα
5 κρίση γεγονότων ή πράξεων
6 σημείωμα επεξηγηματικό
7 σύντομη ερμηνεία λέξεων ή φράσεων
8 σχόλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoliaste scoliosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scolastico (επίθ.)
scolatoio (αρσ. επίθ και ουσ)
scolatura (θηλ.ουσ)
scoliasta (ουσ αρσ )
scoliaste (ουσ αρσ )
scolio (ουσ αρσ )
scoliosi (θηλ.ουσ)
scoliotico (αρσ. επίθ και ουσ)
scollacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
scollacciato (επίθ.)
scollacciatura (θηλ.ουσ)
scollamento (ουσ αρσ )
scollare (ρ. μτβ.)
scollarsi (ρ.μ. (αντων.))
scollato (επίθ.)
scollatura (θηλ.ουσ)
scollegare (ρ. μτβ.)
scollettatrice (θηλ.ουσ)
scollettatura (θηλ.ουσ)
scollo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---