Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscollàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skolˈlare] 1 κόβω λαιμό σε φόρεμα 2 ξεκολλώ scollarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skolˈlarsi] 1 φορώ φορέματα με μεγάλο ντεκολτέ 2 ξεκολλώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |