Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscollaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skollaˈmento] 1 διάσπαση 2 διαχωρισμός 3 διαίρεση 4 αποκόλληση 5 ξεκόλλημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |